εκφορτίζομαι

εκφορτίζομαι
(Α ἐκφορτίζομαι)
απαλλάσσομαι από τη φόρτιση, από το φορτίο
αρχ.
1. πουλιέμαι για εξαγωγή
2. μτφ. προδίνομαι, απάγομαι
3. ενεργ. εκφορτίζω
ξεφορτώνω από το πλοίο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἐκπεφορτισμένους — ἐκφορτίζομαι to be sold for exportation perf part mp masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αναφορτίζομαι — ἀναφορτίζομαι (Α) βλ. ορθότερο εκφορτίζομαι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”